- ἀπόκλειστος
- ἀπό-κλειστος, ον,A shut off, enclosed, LXX 3 Ki.6.21.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀπόκλειστος — shut off masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκλείστους — ἀπόκλειστος shut off masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)